κεφαλῖνος

κεφαλῖνος
κεφᾰλ-ῖνος, , a
A sea-fish, = βλεψίας, Dorio ap.Ath.7.306f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλῖνος — sea fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθώμης. * * * ο (Α κεφαλῑνος) νεοελλ. ζωολ. άλλη ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλῖνον — κεφαλῖνος sea fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”